literature

friskies

Deviation Actions

Rikochet's avatar
By
Published:
363 Views

Literature Text

Έντεκα ακριβώς, δυό μήνες τώρα, κάθε Δευτέρα. Το μαγαζί είναι πάντα άδειο τις καθημερινές. Κλείνει στις δώδεκα σε περίπτωση που έρθει κάποιος. Τις Δευτέρες έρχεται ο Μιχάλης. Είναι σαραντάρης. Μένει στη γειτονιά. Έχει ανεξήγητα πολλές ρυτίδες και είναι ήρεμος σα νεκρός. Η φωνή του είναι άτονη και μεταλλική, μα έχει τα πιο λαμπερά μάτια που έχω δεί.

Ο Μιχάλης ξερνάει στην τουαλέτα. Φαινόταν ανακατεμένος απ'την ώρα που μπήκε. Βγαίνει απ'την τουαλέτα. Τα μάτια του είναι θολά και κόκκινα. Καθαρίζει το λαιμό του και σκουπίζει τα χέρια του στο σακάκι του. Ήσυχος κάθεται πάλι στον πάγκο. Κοιτάω το ποτήρι του ερωτηματικά. Μου γνέφει και το ξαναγεμίζω. Πίνει μια γουλιά. Περιμένω να μου πεί. Φέρνει το ποτήρι στη μύτη του και εισπνέει βαθιά. Ήσυχος κοιτάζει τα φυστίκια και εκπνέει. Περιμένω να μου πεί. Κοιτάει έξω. Μου λέει: "Άνοιξε την πόρτα και μύρισε." Πάω την ανοίγω και μυρίζω. Κάτι σαν κρέας αλλά όχι ακριβώς. Κοιτάζω στο πλάι. Ένα κεσεδάκι γεμάτο υγρούς καφέ κύβους μπροστά στο περίπτερο. Επιστρέφω πίσω απ'τον πάγκο. Ήσυχος ο Μιχάλης έχει φτάσει το ποτό του μέχρι τη μέση. Με κοιτάει. Υψώνω το φρύδι μου. Αρχίζει να μιλάει άτονα και μεταλικά και τα μάτια του λάμπουν ήσυχα:

"Δεν έμενα πάντα στα Πετράλωνα. Σπούδασα έξω. Όμως μέχρι τα δεκαπέντε μου έμενα στα Κάτω Πατήσια. Κάπως έγινε  και έκανα παρέα με τα σκληρά αγόρια. Έτσι τους νόμιζα εγώ τότε. Τον Ιμπραήμη που με πρόσεχε. Τον Λιβαδά. Τον Μούργελα που ήταν λιγδιάρης και σκυλάκι του Λιβαδά.  Αυτοί κυρίως. Και το πιο σκληρό αγόρι, ο Αβραάμ απ'την Αρμενία. Έτσι τον νόμιζα τότε. Κυρίως έτσι τον νόμιζαν και οι άλλοι. Δεν ήταν ποτέ της παρέας. Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε κάνει. Είχε πάντως τη φήμη λυσσασμένου. Εγώ δεν τον είχα δεί ποτέ κάπως αλλιώς εκτός από ήρεμο. Μπάσα φωνή, σπασμένα ελληνικά. Είχε και έναν μικρό αδερφό. Τον Βαρτάν. Τότε ο Αβραάμ ήταν δεκαεννιά και ο Βαρτάν δεκατριών. Ο Βαρτάν ο μουγγός. Ο Βαρτάν ο αρρωστιάρης.  Δεν τον ακούσαμε ποτέ να λέει κουβέντα. Αλλά ο Αβραάμ είχε πεί κάποτε στον Ιμπραήμη ότι με τον αδερφό του μιλούσαν πολλές ώρες. Δεν ξέρω πώς έγινε και του το είπε. Και δε θυμάμαι πώς το έμαθα εγώ. Κανείς δε μιλούσε έτσι, ούτε για τέτοια πράγματα τότε. Εγώ είχα κολλήσει και το θυμόμουν όποτε άκουγα για το "μουγκό." Σπανιότερα για το "καθυστερημένο." Εγώ ήθελα να μάθω τι έλεγε ο Βαρτάν όταν μιλούσε. Και τι του απαντούσε ο Αβραάμ. Και γιατί ο Αβραάμ ήταν λυσσασμένος. Καλός μαλάκας ήμουν."

Του γεμίζω το ποτήρι. Εισπνοή. Γουλιά. Ήσυχος συνεχίζει:

"Κάποια στιγμή ο Αβραάμ έκανε δώρο στον Βαρτάν ένα σκυλί. Ο Ιμπραήμη που ήταν πιο κοντά στον Αβραάμ πήγε κάποια στιγμή σπίτι τους και το είδε, λίγο καιρό αφότου το σπίτωσαν. Έτυχε να μας βρεί μετά απ'αυτό και φαινόταν ενοχλημένος. Πρέπει να καταλάβεις ότι την ενόχληση τότε τη δείχναμε με συγκεκριμένο τρόπο. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Όχι για τέτοια. Τον ρωτήσαμε τι τρέχει. Μας είπε ότι το σπίτι ήταν γεμάτο κονσέρβες για το σκυλί. Και ότι το σκυλί ήταν άσπρο σαν άρρωστο και βρωμούσε. Φαινόταν σχεδόν τρομαγμένος. Τρομαγμένος! Δεν ξέραμε τι σημαίνει τρόμος τότε και αν ξέραμε δεν το 'χαμε δείξει ποτέ. Ευτυχώς ο Μούργελας βρήκε την όλη ιστορία εξαιρετικά αστεία. Άρχισε να κάνει χαβαλέ. Αρχίσαμε και οι άλλοι. Μέχρι κι εγώ. Γελούσαμε μ'αυτό και με άλλα μέχρι να το διαλύσουμε και δε δώσαμε παραπάνω σημασία."

Έχω ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή. Ήσυχος ακόμα ο Μιχάλης μασουλάει ξηρούς καρπούς. Καθώς την κλείνω ακούω το κεσεδάκι απέξω να τρίζει και ήχους γλειψίματος. Πάω πίσω απ'τον πάγκο. Του γεμίζω το ποτήρι. Εισπνοή. Γουλιά. Ήσυχος ακόμα συνεχίζει:

"Εκείνο τον καιρό ήταν μόδα να αράζουν κάποιοι στα στενά γύρω απ'το σχολείο και να φερμάρουν όποιον περνάει μόνος του. Συρτάρια να 'βλεπες γεμάτα κινητά και χαρτζιλίκια. Ο Λιβαδάς και ο Ιμπραήμη ήταν φίλοι με τους φερματζήδες και δε μας πείραζε κανείς. Τον Αβραάμ που πήγαινε σε άλλο σχολείο δεν τον ήξεραν. Ούτε τον Βαρτάν, που μόλις είχε έρθει στο δικό μας. Πρώτη γυμνασίου. Βαρτάν ο μουγκός. Βαρτάν ο αρρωστιάρης. Ο Βαρτάν που φυσικά δεν είχε κινητό. Και μια μέρα πάνε να τον φερμάρουν. Σε έναν δρόμο δίπλα στο σχολείο. Ένα στενό κωλοδρομάκι με ένα φροντιστήριο της πούτσας στη γωνία. Στα σκαλιά του φροντιστηρίου την είχαν στημένη στο Βαρτάν. Τον στριμώχνουν. Του λένε φέρε κινητό. Μούγκα ο Βαρτάν. Του αστράφτουν μια. Φέρε κινητό ρε μαλακισμένο. Μούγκα ο Βαρτάν. Τον κλωτσάνε στ'αρχίδια. Γαμώ την αρμενία σου λένε οι αλβανοί φερματζήδες. Ο Πονεμένος Βαρτάν σκύβει. Ο Αγανακτισμένος Φερματζής σκύβει κι αυτός να του ψάξει τις τσέπες. Ο Πονηρός Βαρτάν τον αγκαλιάζει σφιχτά απ'το λαιμό. Ο Τρελαμένος Βαρτάν γαυγίζει μέσα στ'αυτί του. Ο Λυσσασμένος Βαρτάν του κόβει ένα κομμάτι να απ'το μάγουλο. Γυρνάει στους άλλους και τους γαυγίζει. Ένας απ'αυτούς έχει τραβήξει ήδη πεταλούδα. Ο Βαρτάν είναι στο ύψος του χεριού του. Ο φερματζής του τραβάει μια στο πρόσωπο. Βλέπει αίμα. Ο Ματωμένος Βαρτάν συνεχίζει να γαυγίζει. Οι Χεσμένοι Φερματζήδες κάνουν τουμπεκί."

Του γεμίζω το ποτήρι. Εισπνοή. Εισπνοή. Γουλιά. Τρέμοντας συνεχίζει:

"Ο Βαρτάν γυρίζει σπίτι τρέχοντας. Κρατάει τα δυο κομμάτια του άνω χείλους του ενωμένα με το ένα χέρι. Τα αρχίδια του με τ'άλλο. Ο Αβραάμ τον πάει νοσοκομείο. Τον ράβουν. Ο Ιμπραήμη είναι μαζί τους. Μας λέει μετά ότι ο Βαρτάν τους διηγήθηκε τα πάντα. Οι φερματζήδες δεν ήταν καν γνωστοί του Ιμπραήμη. Μας είπε ότι ο Αβραάμ ήταν χλωμός σα να 'χε χάσει περισσότερο αίμα απ'τον αδερφό του. Και ότι όταν ο αδερφός του τον ρώτησε αν θα μείνει το χείλος του έτσι ο Αβραάμ "τά 'παιξε." Μας είπε επίσης ότι μουρμούρισε κάτι για το "κωλόσκυλο". Κανείς μας δε το κατάλαβε ιδιαίτερα. Ούτε ο Ιμπραήμη φυσικά.
Ο Βαρτάν έμεινε σπίτι. Συγκέντρωνε απουσίες και ανάρρωνε. Ο Αβραάμ έμεινε σπίτι. Συγκέντρωνε απουσίες και πρόσεχε τον αδερφό του και το "κωλόσκυλο". Ο Αβραάμ είπε στον Ιμπραήμη "βρες τους." Ο Ιμπραήμη έψαχνε τους φερματζήδες. Ο Ιμπραήμη δε βρήκε ίχνος. Τηλεφωνιόταν με τον Αβραάμ. Είχε γίνει λίγο πιο ομιλητικός, μας είπε ο Ιμπραήμη. Αλλά μιλούσε περίεργα. Ο Μεγάλος Αβραάμ ανησυχούσε για τον αδερφό του. Έλεγε "θα μείνει παραμορφωμένος." Έλεγε "δεν μου μιλάει πια." Έλεγε "γαυγίζει στον ύπνο του." Ο Μυστήριος Αβραάμ φρίκαρε με το "κωλόσκυλο." Ο Αποφασισμένος Αβραάμ έλεγε και ξανάλεγε "βρές τους"."

Καθυστερώ πριν του ξαναγεμίσω το ποτήρι. Με κοιτάει με αγωνία. Το γεμίζω. Εισπνοή. Εισπνοή. Εισπνοή. Γουλιά. Σχεδόν ψιθυριστά συνεχίζει:

"Κάποια στιγμή ο Ιμπραήμη τους βρήκε. Ήταν Κυψελιώτες. Ήταν φερματζήδες μόνο για χόμπυ. Ήταν στην παρέα του Μπεκίμ. Ενός δεκαοχτάρη που κουβαλούσε όπλο και φημολογούνταν ότι στα δεκατέσσερα του είχε σακατέψει έναν Κηφισιώτη. Έσπρωχνε χόρτο και έκανε μικροκλοπές.
Ο Ιμπραήμη μου είπε να πάμε μαζί στους Αρμένιους. Πήγαμε. Οι Αρμένιοι έμεναν μόνοι τους. Ο Αβραάμ συντηρούσε και τους δυό τους, και καλά δουλεύοντας σε ένα συνεργείο. Δεν έμαθα ποτέ τι άλλο έκανε. Στο σχολείο πάταγε όποτε θυμόταν.
Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Χτυπήσαμε. Μας άνοιξε ο Αβραάμ. Ένα κύμα μπόχας. Κάτι σαν κρέας. Το μάτι μου πήρε άδειες κονσέρβες πασαλειμένες με κάτι καφετί ανάμεσα στα πόδια του Αβραάμ. Ο Μυστικοπαθής Αβραάμ τράβηξε τον Ιμπραήμη μέσα. Ο Νευρικός Ιμπραήμη μου έκανε νόημα να περιμένω. Στάθηκα έξω απ'την κλειστή πόρτα. Ανυπόφορη μπόχα. Περίμενα. Άκουσα γαυγίσματα, τη φωνή του Αβραάμ υψωμένη, τη φωνή του Ιμπραήμη ακόμα πιο δυνατή. Κι άλλα γαυγίσματα. Ένα τακ τακ τακ σαν σε ξύλο. Ήχους γλειψίματος και κάτι μεταλλικό να τρίζει στο πάτωμα. Ο Ιμπραήμη βγήκε σχεδόν τρέχοντας. Φώναξε "Μαλακία μεγάλη πας να κάνεις" και με τράβηξε. Φύγαμε. Στο δρόμο μουρμούριζε όλη την ώρα "Όχι ρε πούστη. Όχι ρε πούστη." Κατάχλωμος. Τον ρώτησα τι σκατά βρωμούσε έτσι. Μου είπε "Το κωλόσκυλο τους έχει πυρό... πυόρ... πυόρροια. Κάπως έτσι μου το πε." Ο Ενοχλημένος Ιμπραήμη με άφησε λίγο πιο κάτω και έφυγε.
Γύρισα σπίτι. Δεν έφαγα. Σκεφτόμουν ότι όλα άρχισαν με το "κωλόσκυλο". Σκεφτόμουν τι ράτσα να είναι. Σκεφτόμουν τη μπόχα. Την πυόρροια. Το Βαρτάν τον μουγκό. Το Βαρτάν τον αρρωστιάρη. Το Βαρτάν που δαγκώνει.
Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε στο παρκάκι. Ο Λιβαδάς, το σκυλάκι του ο Μούργελας, κι εγώ. Αναρωτηθήκαμε τι θα κάνει ο Αβραάμ. Το πρωί θα πήγαινε στη Κυψέλη. Περιμέναμε. Και περιμέναμε. Ο Ιμπραήμη θα πήγαινε μαζί του. Θα μας έβρισκε μετά. Περιμέναμε. Υποθέταμε. Στοιχηματίζαμε. Η μισή μέρα πέρασε έτσι. Τελικά ο Λιβαδάς με το σκυλάκι του βαρέθηκαν και έφυγαν. Έμεινα εγώ στο παρκάκι να περιμένω τον Ιμπραήμη. Είχε απογευματιάσει. Πουθενά αυτός. Του τηλεφώνησα. Το σήκωσε και μείναμε σιωπηλοί και οι δύο για λίγο. Μίλησα πρώτος.
"Τι έγινε;"
"Σαν τι να γίνει." Μιλούσε σιγά και η φωνή του έτρεμε.
"Με τον Αβραάμ ρε μαλάκα."
"Πήγαμε τους βρήκαμε. Τέλειωσε τώρα."
"Τι τέλειωσε δηλαδή."
"Έφερε και το κωλόσκυλο του. Άστο, τέλειωσε."
"Θα μου πείς τι έγινε ρε πούστη;"
"Να σου πεί ο Αβραάμ τι έγινε. Τα λέμε ρε."

Μου το 'κλεισε στα μούτρα. Με έτρωγε η περιέργεια. Έτσι πήγα για δεύτερη φορά στους Αρμένιους. Η πόρτα της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο. Η μπόχα με χτύπησε προτού τελειώσουν τα σκαλιά. Πλησίασα την πόρτα τους. Ήταν μισάνοιχτη. Έκλεισα τη μύτη μου και μπήκα."

Του γέμισα το ποτήρι. Εισπνοή. Εισπνοή. Εισπνοή. Εισπνοή. Γουλιά. Σχεδόν πνιγμένος συνεχίζει:

"Σβηστά φώτα. Κόντεψα να λιποθυμίσω απ'τη μυρωδιά. Προχώρησα. Ψαχούλεψα για κάποιο διακόπτη. Με τα πόδια μου παραμέριζα κονσέρβες. Άνοιξα το φως. Ο Μουγκός Βαρτάν έτρωγε τα νύχια του. Ο Αρρωστιάρης Βαρτάν ήταν κάτασπρος και κοκκαλιάρης. Ο Παραμορφωμένος Βαρτάν είχε πλέον τρία χείλη. Ο Πεινασμένος Βαρτάν καθόταν σε ένα στρώμα σκεπασμένος ο μισός από κονσέρβες. Ο Λιμασμένος Βαρτάν μου είπε "τέλειωσε η ζωοτροφή." Ο Λυσσασμένος Βαρτάν άρχισε να γαυγίζει. Πήρα βαθιά ανάσα. Η μπόχα με γάμησε. Όρμησα έξω και άρχισα να τρέχω. Γύρισα σπίτι. Τον Αβραάμ τον κλείσαν μέσα. Τριπλή ανθρωποκτονία. Και ο Βαρτάν αδέσποτος."

Κοίταξε το ρολόι. Είδε ότι ήταν περασμένες δώδεκα. Πλήρωσε.  Κάλυψε τη μύτη με την παλάμη του. Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Comments1
Join the community to add your comment. Already a deviant? Log In
ThePookaWay's avatar
ο Βαρτάν! :D