literature

all to do again

Deviation Actions

Rikochet's avatar
By
Published:
236 Views

Literature Text

"Yes, I don't know why, but I have never been disappointed, and I often was in the early days, without feeling at the same time, or a moment later, an undeniable relief."

Λίγο αφότου είχα περάσει τα είκοσι χρόνια, μια γυναίκα μου ζήτησε να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Μου ζήτησε να τη σκέφτομαι κατά τη διάρκεια του φόνου. Μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι και "να τη γαμήσω όπως δεν τη γάμησα ποτέ μου." Αυτά ήταν τα λόγια της. Συνήθως ζητούσε "να της κάνω έρωτα." Δε μου είχε ξαναμιλήσει ποτέ έτσι. Έκρυβε τις χυδαιότητες με τέτοια τέχνη πίσω από άλλες λέξεις, και είχα συνηθίσει να ερεθίζομαι τόσο με αυτό, ώστε τώρα ένιωσα σαν να μην ήταν δικά της αυτά τα λόγια, σαν να μοιραζόταν μαζί μου μια ατάκα από κάποιο έργο. Κατάλαβα επίσης ότι το εννοούσε πέρα από κάθε αμφιβολία.

Μέχρι τότε δεν είχα χτυπήσει ποτέ μου άνθρωπο. Είχα νιώσει πολλές φορές την ανάγκη, και ακόμα περισσότερες είχα φαντασιωθεί καυγάδες που τέλειωναν με τον αντίπαλο μου τουλάχιστον τυφλωμένο απ'το αίμα του. Επίσης ήμουν (ή νόμιζα πως ήμουν, δεν έχω εντοπίσει ακόμα κάποια διαφορά) ερωτευμένος και παραδομένος σε αυτή άνευ όρων, δίχως επιστροφή, αμετάκλητα, ό,τι λένε τέλος πάντων σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν είμαι τελείως σίγουρος, μα νομίζω πώς ήταν αυτό το απωθημένο σε συνδυασμό με την εξάρτηση μου από αυτή τη γυναίκα που δε μου επέτρεψαν να σκεφτώ δεύτερη φορά την επιθυμία της. Ποιός είναι σίγουρος για οτιδήποτε όμως;

Πίναμε ένα ποτό σπίτι της όταν μου το ζήτησε. Θυμάμαι ότι απομακρύνθηκε με αργά βήματα προς το δωμάτιο της και έκλεισε την πόρτα απαλά. Θυμάμαι ότι φαντάστηκα τον ήχο απ'τα γυμνά της πόδια στο παρκέ να αντηχεί για αρκετά δευτερόλεπτα, ακόμα και αν στην πραγματικότητα ήταν μηδαμινός. Τέλειωσα το ποτό μου, πήρα το παλτό μου απ'την κρεμάστρα και έφυγα.

Πήγα σε ένα γειτονικό μπαρ. Είχαμε περάσει απέξω μαζί αρκετές φορές αλλά δεν μπήκαμε ποτέ για ένα ποτό. Συνήθιζε να λέει πως εκεί σύχναζαν "μόνο αποτυχημένοι", ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Διασκέδασα το μυαλό μου μέχρι να φτάσω σκεπτόμενος πώς ίσως σήμαινε "μόνο μελλοθάνατοι." Μπήκα μέσα, έκατσα στη μπάρα, πήρα ένα ουίσκι. Ίσως έφταιγε ο κινηματογράφος, μα καιρό τώρα το έβλεπα ως ποτό που πίνουν προβληματισμένοι, ανήσυχοι άντρες πριν από κάποια κλιμάκωση. Δεν ένιωθα ούτε προβληματισμένος, ούτε ανήσυχος - ίσως ακριβώς γι'αυτό το παρήγγειλα, και το ήπια με αργές γουλιές, περιστρέφοντας κάθε φορά το υγρό στο στόμα μου, αφήνοντας το να κάψει τον ουρανίσκο, προτού το καταπιώ με μια γκριμάτσα ικανοποίησης. Υπέθεσα σωστά πώς τα ράσα κάνουν τον παπά - όταν το τέλειωσα, και προτού ζητήσω άλλο ένα, ένιωθα ήδη μπλεγμένος σε κάτι σημαντικό. Για πρώτη φορά απ'την ώρα που μπήκα κοίταξα γύρω μου και παρατήρησα τους θαμώνες. Πέρασα αρκετή ώρα έτσι, κοιτώντας τα πρόσωπα και τις κινήσεις τους, καίγοντας το λαιμό μου με το ουίσκι, προσπαθώντας να υποθέσω τις ιδιότητες και το παρελθόν τους. Δεν είχαν τίποτα το εξαιρετικό, τίποτα που να τους ξεχωρίζει από τους θαμώνες ενός οποιουδήποτε συνοικιακού μπαρ, μα εγώ αισθανόμουν πως ήταν ανάγκη να εντοπίσω τον πιο αποτυχημένο.

Η διαδικασία δεν ήταν καθόλου ενδιαφέρουσα και τελικά αποφάσισα να διαλέξω τυχαία. Επικεντρώθηκα σε έναν κακοξυρισμένο τύπο, μάλλον πενηντάρη, με γκρίζους κροτάφους και αύρα ενός βαρύ, κουρασμένου ανθρώπου. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και κοίταζε έξω, ή το τζάμι, ή τις δαχτυλιές στο τζάμι. Φαινόταν κατάλληλος ή, τουλάχιστον, όχι πιο ακατάλληλος από οποιονδήποτε άλλο εκεί μέσα. Παρήγγειλα το τρίτο μου ουίσκι και άναψα το πρώτο τσιγάρο, περισσότερο για να συμπληρώσω την εικόνα παρά γιατί ήθελα να καπνίσω εκείνη τη στιγμή. Με το βάρος της επιλογής να έχει φύγει από πάνω μου, άρχισα να σκέφτομαι άλλα πράγματα. Θυμήθηκα πόση αποστροφή είχα νιώσει την πρώτη φορά που είχα συναντήσει τη φράση "δεν αλλάζει το περιβάλλον σου αλλά εσύ ο ίδιος." Είχα γυρίσει πρόσφατα από ένα μέρος κρύο και ξένο, ζητώντας τη ζεστασιά και την επικοινωνία που είχα αφήσει εδώ. Ανακάλυψα πώς η πόλη μου ήταν ακριβώς η ίδια, πώς εγώ δεν είχα αλλάξει τόσο, και πως το κρύο φαινόταν να έχει απλωθεί παντού. Και κάποιος με τον οποίο το συζητούσα προσπαθούσε να με πείσει πώς "εγώ είχα μεταμορφωθεί, πώς κουβαλούσα το κρύο μέσα μου."

Έκανα πώς συμφωνούσα για να μη δώσω συνέχεια αλλά ένιωθα στ'αλήθεια πώς έτσι ήταν πάντα, πώς τίποτα δεν είχε αλλάξει, και πώς το να καταλαβαίνεις είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση απ΄το να μεταμορφώνεσαι. Το σκουλήκι που καταλαβαίνει πως, αντίθετα με την κάμπια, θα μείνει για πάντα σκουλήκι, δεν αλλάζει. Δεν αλλάζει πραγματικά.

Σ'εκείνο το σημείο πρέπει να άρχισε να με πιάνει το ουίσκι γιατί η σκέψη πως ποτέ μου δε θα μεταμορφωθώ σε πεταλούδα με έκανε να χαμογελάσω πλατιά, τόσο που φάνηκαν τα δόντια μου. Δεν κοιτούσα κανέναν συγκεκριμένα, μα έπιασα με την άκρη του ματιού μου τον μπάρμαν να μου ρίχνει ένα περίεργο βλέμμα. Πήρα αρκετά πιο μεθυσμένο ύφος απ'το κανονικό και γύρισα προς το μέρος του. Καλού κακού άλλαξα και τη φωνή μου. Τον ρώτησα αν ο κόσμος τον έκανε να αισθάνεται ποτέ ασήμαντος. Σάστισε για λίγο και μετά μου απάντησε πως ναι, όλη την ώρα. Γύρισε να βάλει ένα ποτό και - νόμισα πώς μόνο στις ταινίες γίνεται αυτό - ξαναστράφηκε προς τα μένα και ρώτησε αν το παθαίνω κιεγώ. Του απάντησα "μπάαα", χασκογέλασα και άναψα άλλο ένα τσιγάρο. Τότε είδα τον στόχο μου να σηκώνεται, να πλησιάζει το μπαρ, να πληρώνει χωρίς να κοιτάει εμένα ή τον μπάρμαν, και να φεύγει σέρνοντας τις σόλες του στο ξύλο. Πλήρωσα κι εγώ, περίμενα να βγεί, περίμενα λίγο ακόμα, και μετά βγήκα έξω και τον ακολούθησα. Ήταν χειμώνας, έκανε ανυπόφορο κρύο, και εννοείται πως στο δρόμο δεν υπήρχε ψυχή εκτός από εμάς τους δύο. Κράτησα απόσταση απ'τον στόχο μου και προσπαθούσα να βρίσκομαι πάντα μέσα σε κάποια σκιά, περισσότερο για το κινηματογραφικό του θέματος και λιγότερο για να μη με προσέξει - ο τύπος φαινόταν στον κόσμο του. Ο στόχος μου έστριψε σε ένα στενό, ένα πολύ μικρό και σκοτεινό στενό, και για λίγο σκέφτηκα μήπως το όλο πράγμα είναι στημένο. Επίσης σκέφτηκα ότι είναι μάλλον τυχεροί οι άνθρωποι που μπορούν να χρησιμοποιούν όρους όπως "ο στόχος μου", δίνει μια επισημότητα που μάλλον έλειπε απ'τη ζωή μου.

Τον ακολούθησα στο στενό, αυτή τη φορά χωρίς να προσπαθώ να είμαι αθόρυβος. Είχα φτάσει ακριβώς από πίσω του όταν γύρισε να με κοιτάξει. Τον χτύπησα στη μύτη με την παλάμη μου. Δεν το είχα ξανακάνει αλλά μου φάνηκε η πιο λογική και αποτελεσματική κίνηση. Η μύτη του έβγαλε τον ήχο που κάνουν τα δημητριακά όταν ανοίγεις το πάνω μέρος του σακουλιού και το τσαλακώνεις. Έπεσε ανάσκελα κρατώντας τη μύτη του. Δεν έβγαλε τσιμουδιά. Αυτό με ανησύχησε λίγο αλλά όχι σημαντικά. Τον κλώτσησα δυνατά στα πλευρά και γύρισε μπρούμυτα. Τον έπιασα απ'τα μαλλιά και άρχισα να χτυπάω το πρόσωπο του στο έδαφος. Σταμάτησα όταν ο ήχος απ'τα δημητριακά άλλαξε στον ήχο που κάνει το γάλα όταν πέφτει πάνω στα δημητριακά. Σκέφτηκα ότι η όλη διαδικασία κράτησε πολύ λίγο, και ότι δεν της έδωσα όση σημασία έπρεπε τη στιγμή που γινόταν. Θυμήθηκα τις γυναίκες με τις οποίες είχα κάνει σεξ πριν την τελευταία. Όσο διαρκούσε η πράξη απασχολούσα το μυαλό μου με άλλα πράγματα για να μη τελειώσω. Όταν τέλειωνα ένιωθα μερικά δευτερόλεπτα ευτυχίας, και αυτό ήταν. Ύστερα από καιρό προσπαθούσα να ανακαλέσω λεπτομέρειες και δε θυμόμουν τίποτα, τίποτα απτό τουλάχιστον. Όμως αυτό που συνέβη με τον τύπο υποτίθεται πως θα ήταν κάτι ασυνήθιστο. Τον άφησα εκεί και άρχισα να περπατάω προς το σπίτι. Δε με απασχολούσαν οι συνέπειες, αλλά η αίσθηση πως μόλις βγήκα απ'τον κινηματογράφο και ήδη ξεχνούσα την ταινία που είδα. Συνεχίζοντας να περπατάω έπαψε να με απασχολει τόσο - κάτι που εκ των υστέρων βρήκα ελαφρά ενοχλητικό, τουλάχιστον θα έπρεπε να με απασχολεί το ότι δε με απασχολούσε, σωστά; - και οι σκέψεις μου ξέφυγαν πάλι. Θυμήθηκα έναν φίλο, έναν γνωστό μάλλον, που όλοι έλεγαν πως έμοιαζε με τον Τρότσκι και εγώ συμφωνούσα χωρίς να το πολυσκέφτομαι - μάλλον έμοιαζε όντως. Στο μυαλό μου σχηματίστηκε η εξής εικόνα: να κάθεται σε ένα τραπέζι, έξω από ένα καφέ, να έχει βγάλει τα γυαλιά του, και να σκουπίζει δάκρυα απ'τα μάτια του. Θορυβήθηκα λίγο, δεν τον είχα δεί ποτέ να κλαίει, δεν τον είχα δεί ούτε καν ταραγμένο, ούτε θυμόμουν να είχα ονειρευτεί ποτέ κάτι σχετικό. Σκέφτηκα πως ποτέ δεν καταλαβαίνουμε πως λειτουργούν οι άλλοι, γιατί κάνουν ό,τι κάνουν, τουλάχιστον όχι ουσιαστικά, πόσω μάλλον ο εαυτός μας, αυτόν και αν δεν τον καταλαβαίνουμε, δεν υπάρχει ούτε η σχετική αποστασιοποίηση, και ανακουφίστηκα κάπως, γιατί να με απασχολεί τόσο ο γνωστός μου που έμοιαζε με τον Τρότσκι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο συνέβη εκείνη τη νύχτα ή οτιδήποτε συνέβη και θα συμβεί γενικά, δεν μπόρεσα να βρώ ουσιαστικούς λόγους και έτσι το ξέχασα και όταν βγήκα απ'τις σκέψεις μου κατάλαβα ότι είχα φτάσει έξω απ'το σπίτι και πως υπήρχε στα χέρια μου μόνο λίγο αίμα απ'την σπασμένη μύτη.

Σκέφτηκα πως εκείνη θα απογοητευτεί, πως περίμενε κάτι πιο εντυπωσιακό, πως κι εγώ περίμενα κάτι πιο εντυπωσιακό, αυτή ήταν η αλήθεια, μα για μερικά πράγματα δε μπορείς να κάνεις τίποτα. Χτύπησα, μου άνοιξε, ανέβηκα πάνω, με είδε, της έδειξα το αίμα, φάνηκε να με πιστεύει, με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μία λέξη. Δεν "τη γάμησα" εκείνη τη νύχτα, ούτε της "έκανα έρωτα", ήταν μια φορά σαν όλες τις άλλες φορές, ήξερα κάπου μέσα μου πως κάπως έτσι επρόκειτο να γίνει και δεν απογοητεύτηκα. Όταν τέλειωσα, με παρακάλεσε να μην πλύνω το αίμα μέχρι την επόμενη μέρα και υποστήριξε πως ήταν πολύ ευτυχισμένη που ήμουν δίπλα της. Το μόνο θλιβερό ήταν η προσπάθεια της να δώσει βαρύτητα σε αυτά τα λόγια, με τον ίδιο τρόπο που προσπαθούσε να τονίσει τα βογκητά της όταν υποτίθεται πως τέλειωνε, με τον ίδιο τρόπο που έσυρε το δάχτυλο της πάνω απ'τη ματωμένη μου παλάμη σαν να επρόκειτο για μια μυσταγωγική εμπειρία, για ένα τελετουργικό. Το επόμενο πρωί σκούπισα το αίμα, ντύθηκα, γύρισα στο σπίτι μου, και μέσα σε μερικές μέρες άφησα ξανά την πόλη πίσω μου για κάπου αλλού. Απ'όσο ξέρω κανείς δεν ανέφερε ποτέ τον φόνο, καμιά εφημερίδα, κανένα κανάλι, δεν ξέρω αν ερευνήθηκε απ'την αστυνομία και δεν με ενδιαφέρει.

Οφείλω να παραδεχτώ τώρα πώς τα κίνητρα που ανέφερα όταν ξεκίνησα είναι εύθραυστα στην καλύτερη περίπτωση, οικτρά ψέμματα και θλιβερές δικαιολογίες στην χειρότερη. Η αλήθεια είναι πώς δεν καταλαβαίνω πλήρως τι συνέβη, πως άφησα αυτή τη γυναίκα τόσο εύκολα όσο είχα αρχίσει να θεωρώ τον εαυτό μου ως εξαρτημένο και άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί της. Μια σύνδεση μάλλον ακατανόητη και ομιχλώδης.

Όλη αυτή η ιστορία μοιάζει πλέον σαν όνειρο που μοιράστηκε μαζί μου κάποιος, με αυτή την πάντα εκνευριστική προσπάθεια να το θυμηθεί την ώρα που το διηγείται, που στραγγίζει τον ακροατή από κάθε αληθινό ενδιαφέρον. Όσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει κανείς για τα όνειρα κάποιου τρίτου, τέλος πάντων.
"The film's title derives from Dashiell Hammett's novel Red Harvest, in which "blood simple" is a term coined to describe the addled, fearful mindset people are in after a prolonged immersion in violent situations."
Comments0
Join the community to add your comment. Already a deviant? Log In